καταταρταρώ

καταταρταρώ
καταταρταρῶ, -όω (Α)
εκσφενδονίζω, ρίχνω στον Τάρταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ταρταρῶ «γκρεμίζω στον Τάρταρο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταταρτάρωσις — καταταρτάρωσις, ώσεως, ἡ (Α) [καταταρταρώ] η κατακρήμνιση κάποιου στον Τάρταρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”